- κηρωτάριον
- κηρωτάριον, τὸ (Α)έμπλαστρο από κερί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. βεστι-άριον, δελφιν-άριον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηρωτάριον — wax plaster neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρωταρίων — κηρωτάριον wax plaster neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρωταρίῳ — κηρωτάριον wax plaster neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)